- σαπωναρικός
- σᾱπων-αρικός, ή, όν,A saponaceous, soapy, Zos.Alch.p.226B., Paul. Aeg.6.9; -αρικὴ τέχνη art of making soap, Zos.Alch.p.142B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαπωναρικός — ή, όν, Α 1. σαπωνοειδής 2. φρ. «σαπωναρική τέχνη» η τέχνη παρασκευής σαπουνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. αρικός, η οποία απαντά σε επίθ. που παράγονται από λ. με θ. σε αρ (πρβλ. πλουμ αρ ικός)] … Dictionary of Greek
σαπωναρικῆς — σαπωναρικός saponaceous fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπωναρικῇ — σαπωναρικός saponaceous fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπωναρική — σαπωναρικός saponaceous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπωναρικήν — σαπωναρικός saponaceous fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)